κατατηξίτεχνος

From LSJ
Revision as of 10:38, 16 March 2019 by Spiros (talk | contribs)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατηξίτεχνος Medium diacritics: κατατηξίτεχνος Low diacritics: κατατηξίτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katatēxítechnos Transliteration B: katatēxitechnos Transliteration C: katatiksitechnos Beta Code: katathci/texnos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A enfeebling his art, epith. of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί-τεχνος, καλλί-τεχνος].