βαρύφωνος
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
English (LSJ)
ον,
A with a deep, bass voice, opp. ὀξύφωνος, Hp.Aër. 6, Arist.GA786b7, etc.
German (Pape)
[Seite 435] von tiefer Stimme, γέρων Menand. bei Ath. II, 71 c; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφωνος: ον,ὁ ἔχων βαρεῖαν φωνήν,ἀντίθ. τῷ ὀξύφωνος, Ἱππ.π. Λέρ. 283, Ἀριστ.π.Ζ. Γ. 5.7,9, κτλ.
Spanish (DGE)
(βᾰρύφωνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de voz grave Hp.Aër.6, Arist.GA 786b7, Men.Fr.208.7, Gal.17(2).212.
Greek Monolingual
βαρύφωνος, -ον (AM)
αυτός που έχει σκληρή, βραχνή φωνή
αρχ.
εκείνος έχει βαριά, βαθιά φωνή.
Russian (Dvoretsky)
βαρύφωνος: обладающий низким тембром Arst.