kindness
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English > Greek (Woodhouse)
subs.
gentleness: P. πραότης, ἡ, φιλανθρωπία, ἡ, ἐπιείκεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ; see gentleness.
consideration: P. εὐγνωμοσύνη, ἡ.
good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια. ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
kind act, favour: P. and V. χάρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see service, benefaction.
confer a kindness on, v.:P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χάριν ὑπουργεῖν (dat.), χάριν διδόναι (dat.), χάριν τίθεσθαι (dat.), P. χάριν δρᾶν (absol.), Ar. and V. χάριν νέμειν (dat.); see serve.