εὐγνωμοσύνη

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγνωμοσύνη Medium diacritics: εὐγνωμοσύνη Low diacritics: ευγνωμοσύνη Capitals: ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: eugnōmosýnē Transliteration B: eugnōmosynē Transliteration C: evgnomosyni Beta Code: eu)gnwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,
A considerateness, courtesy, Aeschin.3.170, Procl. in Prm.p.551 S.; a reasonable spirit, Arist.MM1198b34, Anon. Hist.Alex.Magn.p.825 J., v.l. in Luc.JConf.7.
2 prudence, Plu. Them.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, die Gesinnung u. Handlungsweise des εὐγνώμων, wie Aesch. 3, 170 τήν γ' εὐγνωμοσύνην ἀεὶ προτακτέον τοῦ λόγου, wo unter den Erfordernissen der Rede angeführt wird εὐγνώμονα καὶ δυνατὸν εἰπεῖν, der Biedersinn, edle Gemüthsart; Plut. Them. 7 Marc. 20 u. oft, mehr Klugheit, Einsicht.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 noblesse de sentiments, bienveillance, bonté;
2 prudence, sagesse.
Étymologie: εὐγνώμων.

Russian (Dvoretsky)

εὐγνωμοσύνη:
1 благожелательность, дружелюбие или доброта Aeschin., Arst., Plut.,;
2 благоразумие, рассудительность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγνωμοσύνη: ἡ, χαρακτὴρ τοῦ εὐγνώμονος, χρηστότης, καλοκαγαθία, ἐπιείκεια, εὐμένεια, ἁβροφροσύνη, Αἰσχίν. 78. 8. Ἀριστ. π. Μνήμ. 2, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐγνωμοσύνη· εὔνοια». 2) φρόνησις, Πλουτ. Θεμιστ. 7, κτλ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) ευγνώμων
η αναγνώριση της ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.)
μσν.
γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν προσηκόντων αὐτῇ κέκτηται»)
μσν.-αρχ.
1. ειλικρίνεια, τιμιότητα («μὴ τὴν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν ἀθεΐας λάβῃς ἀρχὴν καὶ συκοφαντίας» — μη χρησιμοποιήσεις την ειλικρίνειά μας για να μάς κατηγορήσεις ως άθεους και να μάς συκοφαντήσεις, Ιω. Χρυσ.)
2. αφοσίωση («ὅρα εὐγνωμοσύνην οἰκέτου
οὐδὲν ἑαυτοῦ εἶναι βούλεται, ἀλλὰ πάντα τοῦ δεσπότου», Ιω. Χρυσ.)
(αρχ)
1. επιείκεια, μετριοπάθεια
2. σωφροσύνη, σύνεση
3. μεγαλοψυχία.

Greek Monotonic

εὐγνωμοσύνη: ἡ,
1. καλοκαρδοσύνη, καλοκαρδία, αβρότητα, ευγένεια, διακριτικότητα, επιείκεια, σε Αισχίν.
2. σύνεση, φρόνηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐγνωμοσύνη, ἡ, [from εὐγνώμων
1. kindness of heart, considerateness, indulgence, Aeschin.
2. prudence, Plut.

English (Woodhouse)

considerateness, consideration, good feeling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)