συνωφρυωμένος

From LSJ
Revision as of 14:27, 25 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωφρυωμένος Medium diacritics: συνωφρυωμένος Low diacritics: συνωφρυωμένος Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: synōphryōménos Transliteration B: synōphryōmenos Transliteration C: synofryomenos Beta Code: sunwfruwme/nos

English (LSJ)

συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.