ξυνωφρυωμένος

From LSJ
Revision as of 14:46, 25 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυνωφρυωμένος Medium diacritics: ξυνωφρυωμένος Low diacritics: ξυνωφρυωμένος Capitals: ΞΥΝΟΦΡΥΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: xynōphryōménos Transliteration B: xynōphryōmenos Transliteration C: ksynofryomenos Beta Code: cunwfruwme/nos

English (LSJ)

συνωφρυωμένος/συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος/ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with meeting eyebrows, with knitted brow, with knitted brows, overcast, sullen, pensive. Synonym: σύνοφρυς. See also: συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι. Etymology: σύν, ὀφρύς.

Greek Monolingual

συνοφρυωμένος, που έχει συνοφρυωθεί, που δείχνει σκεφτικός και προβληματισμένος. Συνώνυμα: σκυθρωπός, κατσούφης, κατηφής.