πορφυρόπωλις
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (Strong)
feminine of a compound of πορφύρα and πωλέω; a female trader in purple cloth: seller of purple.
English (Thayer)
πορφυροπωλιδος, ἡ (πορφύρα and πωλέω), a female seller of purple or of fabrics dyed in purple (Vulg. purpuraria): Photius, Suidas, others.)
Greek Monolingual
-ώλιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πορφυροπώλης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρόπωλις -ῐδος, ἡ [πορφύρα, πωλέω] purperverkoopster.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρόπωλις: ιδος ἡ продавщица багряниц NT.
Chinese
原文音譯:porfurÒpwlij 坡而廢羅-坡利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:紫布-售賣(人)
字義溯源:售紫色布女商人,賣紫色布的;由(πορφύρα)*=紫袍)與(πωλέω)*=交換)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 賣紫布的(1) 徒16:14