превосходный
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
διάφορος, ἀμύμων, γενναῖος, ἔξοχος, προφερής, περιώσιος, ὑπερθετικός, σπουδαῖος, καλός, ἄριστος, κοππαφόρος, διάκριτος, πανάγαθος, διαπρεπής, εὔδοξος, ὑπερβεβλημένος, ὑπερβάλλων, ἑδανός, πάνυ, παρθένος