ὑπερθετικός

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθετικός Medium diacritics: ὑπερθετικός Low diacritics: υπερθετικός Capitals: ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyperthetikós Transliteration B: hyperthetikos Transliteration C: yperthetikos Beta Code: u(perqetiko/s

English (LSJ)

ὑπερθετική, ὑπερθετικόν,
A superlative, τὸ ὑ. εἶδος τῆς συγκρίσεως Sch.Hermog.Stat. in Rh.7(1).430 W.; τὸ ὑ. alone, Poll.3.136, cf. Asp. in EN110.30, Simp. in Cael.713.28; ὑ. ὄνομα EM143.12, cf. A.D.Adv.167.26, etc. Adv. ὑπερθετικῶς = in the superlative, Gal.9.619, 12.814, Sch.Ar.Pl.83, etc.
II dilatory, Ph.2.269, Hsch., Phot., Suid. s.v. μελληταί.
2 requiring or causing delay, Vett.Val.182.17, al.

German (Pape)

[Seite 1196] ή, όν, überbietend, superlativisch, ὁ ὑπερθετικός, der Superlativus, auch adv. ὑπερθετικῶς, im Superlativ, Gramm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. ὁ ὑπερθετικὸς τρόπος le superlatif.
Étymologie: ὑπερτίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθετικός: грам. высший, превосходный: τὸ ὑπερθετικὸν εἶδος или ὄνομα превосходная степень.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνώτατος βαθμὸς παραθέσεως, τὸ ὑπ. εἶδος τῆς συγκρίσεως Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 430· τὸ ὑπερθετικὸν ἐπὶ ρ., Πολυδ. Β΄, 136· ὑπ. ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 14· κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τῷ ὑπερθετικῷ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 83, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀναβάλλων, ἔχων τάσιν πρὸς ἀναβολάς, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. μελληταί.

Greek Monolingual

-ή, -ό, / ὑπερθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπερτίθημι
γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται συνήθως με την προσθήκη τών καταλήξεων -τατος, -τατη, -τατον»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το υπερθετικό
ο υπερθετικού βαθμού τύπος ενός επιθέτου
2. φρ. «απόλυτο υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό, απόλυτα, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα, λ.χ. ο Όλυμπος είναι υψηλότατο βουνό
β) «σχετικό υπερθετικό»
γραμμ. το υπερθετικό που δηλώνει ότι ένα ον ή πράγμα έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο μεγάλο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα ομοειδή του, λ.χ. ο Όλυμπος είναι το υψηλότατο από όλα τα βουνά της Ελλάδας
αρχ.
1. αυτός που έχει τάση για αναβολή
2. αυτός που προκαλεί αναβολή.
επίρρ...
υπερθετικώς / ὑπερθετικῶς ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον υπερθετικό βαθμό.