περιώσιος

From LSJ

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιώσιος Medium diacritics: περιώσιος Low diacritics: περιώσιος Capitals: ΠΕΡΙΩΣΙΟΣ
Transliteration A: periṓsios Transliteration B: periōsios Transliteration C: periosios Beta Code: periw/sios

English (LSJ)

περιώσιον,
A immense, countless, χρήματα Sol.24.7; μήδεα Lyr.Adesp. in TGFp.xx; φῦλα A.R.2.394; ἔργον AP9.197 (Marin.); ὀργιοφάντης ib.688; θεάτρου κύκλος Epigr.Gr.1050 (Ephesus).
2 = περισσός, unusual, rare, περιώσια εἰδώς, of Pythagoras, Emp.129.1; ἄγρη Opp.C.4.354.
II Hom. only neut. as adverb περιώσιον, beyond measure, Il.4.359, Od.16.203: pl., περιώσια h.Pan.41.
2 c. gen., περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, h.Cer.362, Pi.I.5(4).3, A.R.1.466.—Regul. Adv. περιωσίως only in Hsch.; cf. περώσιος.

German (Pape)

[Seite 602] (wahrscheinlich für περιούσιος, denn die Ableitung der Alten von περιαύω ist unrichtig), unmäßig, übermäßig, überschwänglich; gew. adv., gar sehr, allzu sehr, περιώσιον νεικείω, θαυμάζω, Il. 4, 359 Od. 16, 203; Soph. frg. 604; auch περιώσια, H. h. 18, 41; u. c. gen., περιώσιον ἄλλων, viel mehr als die Andern, vor den Andern, H. h. Cer. 363, wie περιώσιον ἄλλων μεγασθενῆ Pind. I. 4, 3; einzeln bei sp. D.: ἔργον, Ep. ad. 594 (IX, 197); δειμαίνω, Coluth. 93; ἄλλων, Ap. Rh. 1, 466.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dépasse la mesure, excessif, ou simpl. extrême ; très fort, très puissant, très grand ; adv. • περιώσιον IL, OD excessivement, ou simpl. extrêmement.
Étymologie: ion. p. *περιούσιος, de περίειμι¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιώσιος -ον uitzonderlijk, buitengewoon:; ἀνὴρ περιώσια εἰδώς een man met uitzonderlijke kennis Emp. B 129.1; adv. acc. n. περιώσιον en plur. περιώσια in buitengewone mate:; οὔτε σε νεικείω περιώσιον οὔτε κελέυω ik wil je geen overdreven verwijten maken of bevelen geven Il. 4.359; in hogere mate dan, met gen.

Russian (Dvoretsky)

περιώσιος: выдающийся, превосходный (μήδεα Soph.; ἔργον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιώσιος: -ον, μέγας σφόδρα, ἄπειρος, πολυπληθής, ἀναρίθμητος, Σόλων 15. 7· μήδεα Σοφ. Ἀποσπ. 604· φῦλα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 307· ἔργον Ἀνθ. Π. 197, πρβλ. 688· ― ὡσαύτως ὡς τὸ περισσός, ἀσυνήθης, σπάνιος, περιώσια εἰδώς, ἐπὶ τοῦ Πυθαγόρου, Ἐμπεδ. 427. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ.· περιώσιον, περισσῶς, παρὰ τὸ προσῆκον, ὑπερμέτρως, Ἰλ. Δ. 359, Ὀδ. Π. 203· οὕτω, περιώσια, Ὕμν. Ὁμ. 18. 41· ― ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀκριβῶς ὡς περί, περιώσιον ἄλλων, πολὺ μᾶλλον τῶν ἄλλων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 363, Πίνδ. Ι. 5 (4), 4. Πιθαν. Ἰων. τύπος ἀντὶ τοῦ περιούσιος, ὡς τὸ ὦν ἀντὶ τοῦ οὖν· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει Αἰολ. τύπον περώσιος, «περώσιον· μέγα».

English (Autenrieth)

(περιούσιος, περίειμι): beyond measure, exceeding great; neut. as adv., περιώσιον, exceedingly, too greatly.

English (Slater)

περιώσιος c. gen., far superior to μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3)

Greek Monolingual

και αιολ. τ. περώσιος, -ον, Α
1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ.
β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.)
2. σπάνιος
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια
υπέρμετρα, υπερβολικά
4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» — περισσότερο από τους άλλους, πάνω από τους άλλους.
επίρρ...
περιωσίως
υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. της πρόθεσης περί, σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το ἐτώσιος (< ἐτός[Ι] «μάταια, χωρίς λόγο»). Κατά το περιώσιος, εξάλλου, έχει σχηματιστεί το ὑπερώσιος.

Greek Monotonic

περιώσιος: -ον, πιθ. Ιων. αντί περι-ούσιος, άπειρος, αναρίθμητος, σε Σόλωνα, Ανθ.· ουδ. ως επίρρ., περιώσιον, υπερμέτρως, πέραν του μέτρου, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως πληθ. περιώσια, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης με γεν., ακριβώς όπως το περί, περιώσιον ἄλλων, πολύ μακριά από τους υπόλοιπους, στον ίδ., Πίνδ.

Middle Liddell

περι-ώσιος, ον,
prob. ionic for περι-ούσιος, immense, countless, Solon., Anth.:—neut. as adv., περιώσιον, exceeding, beyond measure, Hom.; so pl. περιώσια, Hhymn.:—also c. gen., just like περί, περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, Hhymn., Pind.