поддерживать
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian > Greek
ἀνέχω, συνεκπονέω, ἀνορθόω, συγκουφίζω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὑπερδικέω, βόσκω, βουκολέω, τρέφω, κωχεύω, ἀντιστηρίζω, διασκηρίπτω, στυλόομαι, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, συναγορεύω, ὑπερείδω, ἐπαυξάνω, ἐξερείδω, ὑποφέρω, ἐκδέχομαι, διάγω, ἐρείδω, φέρβω