ὑπερείδω

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερείδω Medium diacritics: ὑπερείδω Low diacritics: υπερείδω Capitals: ΥΠΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: hypereídō Transliteration B: hypereidō Transliteration C: ypereido Beta Code: u(perei/dw

English (LSJ)

A fut. -σω Diog.Oen.20: pf. Pass. ὑπερήρεισμαι Arist.PA695a7; ὑπήρεισμαι Str.17.1.37, D.S.1.47:—put under as a support, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Pi.N.8.47; τὸν ἀέρα ὑ. (sc. τῇ γῇ) Pl. Phd.99b; ὑπερείδουσιν ἐσωτάτω τὸ σκέλος Gal.18(1).591:—Pass., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Arist. l. c., cf. IA710b30, J.AJ8.3.5.
2 lean upon, οἰκίαν LXX Jb.8.15.
3 lift, carry, τινα Iamb.VP3.17.
II under-prop, support, τὴν ὀροφήν Plu.Rom.28; προβλήματα διὰ παραδειγμάτων Id.Marc.14; τοὺς νεανίας Com.Adesp.1302: abs., τὰ ὑπερείδοντα [σώματα] Epicur.Ep.1p.7U.:—Pass., Str. l.c.

German (Pape)

[Seite 1194] unterstützen; πάτρᾳ ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον Pind. N. 8, 47; Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Plut. Num. 28; neben ἀνέχειν, πλοῖα, Quaest. nat. 1; pass. ὑπηρεῖσθαι D. Sic. 1, 47.

French (Bailly abrégé)

soutenir ou étayer par dessous : τι qch ; τί τινι appuyer une ch. sur une autre.
Étymologie: ὑπό, ἐρείδω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερείδω:
1 ставить внизу, подставлять, подкладывать в виде подпорки (λίθον Pind.): ὑ. τινὶ βάθρον τι Plat. подводить что-л. в качестве основания подо что-л.;
2 подпирать, поддерживать (τὴν ὀροφήν Plut.): ὑπηρεῖσθαί τι Diod. опираться на что-л., покоиться на чем-л.;
3 подкреплять, подтверждать (ὑ. τι δι᾽ αἰσθητῶν παραδειγμάτων Plut.);
4 укреплять, подбадривать (τὸ φρόνημα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερείδω: μέλλ. -σω· παθ. πρκμ. ὑπερήρεισμαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 33· ὑπήρεισμαι Στράβων 811, Διόδ. 1. 47. Ὑποβάλλω ὡς στήριγμα, ὑπεγείρω, λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Πινδ. Ν. 8. 80· τὸν ἀέρα (ἐξυπακ. τῇ γῇ) Πλάτ. Φαίδων 99Β. - Παθ., τοῖς τετράποσι πρὸς τὸ βάρος σκέλη ἐμπρόσθια ὑπερήρεισται Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. περὶ Ζ. Πορείας 11, 5. ΙΙ. στηρίζω κάτωθεν, ὑποστηρίζω, τὴν ὀροφὴν Πλουτ. Ρωμ. 28· προβλήματα διὰ παραδειγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 14. τὴν σύγκλητον Ἡρῳδιαν. 2. 3 ἐν τέλ.· τοὺς νεανίας Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5, σ. 120. - Παθ., Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Slater)

ὑπερείδω put under as a support, set up σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (τ' ἐλαφρὸν Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.47)

English (Strong)

from ὑπέρ and εἴδω; to overlook, i.e. not punish: wink at.

Greek Monolingual

ὑπερείδω ΝΜΑ
υποστηρίζω με κάτι, τοποθετώ κάτι ως στήριγμα
αρχ.
1. στηρίζω από κάτω, χρησιμεύω ως στήριγμα
2. σηκώνω, βαστώ κάτι
3. υποστηρίζω, χρησιμοποιώ ως επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείδω «στηρίζω»].

Greek Monotonic

ὑπερείδω: μέλ. -σω,
I. τοποθετώ, βάζω κάτω ως στήριγμα, σε Πίνδ., Πλάτ.
II. υποστυλώνω, υποστηρίζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to put under as a support, Pind., Plat.
II. to under-prop, support, Plut.

Chinese

原文音譯:Øpere⋯dw, (Øpere‹don) 虛胚而-誒多
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上面-覺察
字義溯源:忽略,忽視,不監察;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(οἶδα)*=看見)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 不監察(1) 徒17:30