примирять
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Russian > Greek
διαλλάσσω, συναλλάσσω, συνδιαλύω, συμβιβάζω, καταδιαλλάσσω, καταλαμβάνω, καταλλάσσω, διαλύω