чваниться
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Russian > Greek
κομάω, πλατύνω, ἐκπομπεύω, ἀναφυσάω, κορωνιάω, ὑπερχλίω, φυσιόω, μεγαλίζομαι, ἁβρύνω, καλλωπίζω, ὡραΐζομαι, μεγαλαυχέω, λαπίζω, ἐγκαλλωπίζομαι, σεμνοκομπέω, φυσάω