ἀναφυσάω

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφῡσάω Medium diacritics: ἀναφυσάω Low diacritics: αναφυσάω Capitals: ΑΝΑΦΥΣΑΩ
Transliteration A: anaphysáō Transliteration B: anaphysaō Transliteration C: anafysao Beta Code: a)nafusa/w

English (LSJ)

A blow away, κέλυφος Hp.Mul.1.78; blow up or blow forth, eject, ἀποσπάσματα ἀναφυσῶσιν, of volcanoes, Pl.Phd.113b:—Pass., to be blown upwards, Arist.Mete.367a16.
2 abs., of the elephant going through water, μυκτῆρι ἀναφυσᾷ = blows upward, Id.HA497b30; of whales, Id.PA669a7; of Tritons, Philostr.Im.1.25.
3 spray, sprinkle, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hippiatr.10.
II metaph. in Pass., to be puffed up, be arrogant, X.Cyr.7.2.23, HG7.1.24.
III blow the flute, Ath.8.351e; κύκνοι ἀναφυσῶντες ἡδύ Philostr.Im.1.11.

Spanish (DGE)

(ἀναφῡσάω) I 1soplar hacia arriba, arrojar de volcanes ἀποσπάσματα Pl.Phd.113b, cf. Arist.Mete.367a16, D.C.66.23.3
medic. insuflar καὶ τὸ στόμα (τῶν ὑστερέων) ἀναφυσῆν δεῖ Hp.Mul.2.133.
2 aventar soplando τὸ κέλυφος Hp.Mul.1.78.
II abs.
1 lanzar hacia arriba un chorro de agua, resoplar hacia arriba del elefante, Arist.HA 497b30, de ballenas, Arist.PA 669a7, de tritones, Philostr.Im.1.25.
2 mús. tocar la flauta αὐλητρὶς ἀνεφύσησεν Ar.V.1219
cantar Callisth.Olynth.5.18, de cisnes, Philostr.Im.1.11.
III en v. med., intr.
1 llenarse de aire, inflarse ἐπειδὰν δὲ τὰ ἕλκεα ὑγιέα γίνονται, αὖθις ἀναφυσῶνται καὶ ἐπαίρονται Hp.Vid.Ac.3, cf. Morb.2.24, Cord.8.
2 fig. enorgullecerse, llenarse de orgullo οἱ μὲν δὴ Ἀρκάδες ἀκούσαντες ἀνεφυσῶντο X.HG 7.1.24, cf. Cyr.7.2.23.

German (Pape)

[Seite 214] aufschnauben, Plat. Phaedr. 113 b; aufblasen, stolz machen, bes. pass., aufgeblasen sein, Xen. Cyr. 7, 2, 23 Hell. 7, 1, 24. – Die Flöte zu blasen anfangen, Ath. VIII, 351 e.

French (Bailly abrégé)

ἀναφυσῶ :
enfler, gonfler ; Pass. être gonflé d'orgueil.
Étymologie: ἀνά, φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφῡσάω:
1 выдувать (водяную струю), выдыхать (τὰ ἀναφυσῶντα κήτη Arst.);
2 извергать, выбрасывать вверх (οἱ ῥύακες ἀποσπάσματα ἀναφυσῶσιν Plat.); pass. выбрасываться (τὸ πνεῦμα ἀναφυσώμενον Arst.);
3 pass. перен. чваниться (ταῦτα ἀκούσαντες ἀνεφυσῶντο Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφῡσάω: φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐκφυσῶ, ἐκρίπτω, ἀποσπάσματα ἀν., ἐπὶ ἡφαιστείων, Πλάτ. Φαῖδρ. 113Β: - Παθ., φυσῶμαι πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 17. 2) ἀπολ., ἐπὶ ἐλέφαντος, ἐντὸς τοῦ ὕδατος εὑρισκομένου, «ὁ ἐλέφας διὰ τοῦ ὕδατος βαδίζων τῷ μυκτῆρι ἀναφυσᾷ», φυσᾷ πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1. 6· οὕτως ἐπὶ τῶν φαλαινῶν, «τὰ ἀναφυσῶντα κήτη» ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2: -ἐπὶ τῶν Τριτώνων, Φιλόστρ. 800. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, ὑπὸ τοιούτων δὲ λόγων ἀναφυσώμενος Ξεν. Κύρ. 7. 2, 23. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙΙ. φυσῶ τὸν αὐλόν, ἀρχίζω νὰ φυσῶ, Ἀθήν. 351Ε. πρβλ. Φιλόστρ. 780.

Greek Monotonic

ἀναφῡσάω: μέλ. -ήσω,
I. φυσώ προς τα πάνω ή προς τα μπροστά, εκπνέω, ξεφυσώ, εκτοξεύω, λέγεται για ηφαίστειο, σε Πλάτ.
II. μεταφ. στην Παθ., φουσκώνω, υπερηφανεύομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

I. to blow up or forth, eject, of volcanoes, Plat.
II. metaph. in Pass. to be puffed up, Xen.