покров
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Russian > Greek
προβολή, σκέπη, σκέπασμα, φάρος, περιβολή, σάγμα, ἐνδυτόν, ἐπικάλυμμα, περίβλημα, ἐπικαλυπτήριον, περικαλυφή, στέγαστρον, καλυπτήρ, πέπλος, ἔκδυμα, περιβόλαιον, κάλυμμα, παρακάλυμμα, καλύπτρα, ῥῆγος, κατασκήνωμα, περικάλυμμα, στεγάνη, ἔλυτρον, προκάλυμμα