Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
ἐπέλπομαι, ἐπιέλπομαι, ἐλπίζω, ἐπελπίζω, αὐχέω, λογίζομαι, δοκέω, οἴομα