раб
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Russian > Greek
δμώς, δμωός, κατάχυσμα, κτῆμα, στρώτης, λασανοφόρος, δοῦλος, παιδαγωγός, ὑποδμώς, ἀργυρώνητος, δούλευμα, λάτρις, λατρεία, οἰκέτης, ἀνδράποδον, ἄνθρωπος