λελιμμένος
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.
λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.
λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.
(see also: λίπτομαι) eager for