Menander

From LSJ
Revision as of 09:06, 7 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English > Greek (Woodhouse)

Μένανδρος, ὁ.

Latin > English (Lewis & Short)

Mĕnander: or Mĕnandros (-us; Gr.
I gen. Menandru, acc. to Μενάνδρου, Ter. Eun., Heaut., and Ad.), i, m., = Μένανδρος, a celebrated Greek comic poet, whom Terence took as his model, Cic. Fin. 1, 2, 4; Ter. And. prol. 9; Prop. 3, 21, 28: nobilis comoediis, Phaedr. 5, 1, 9; Amm. 21, 4, 4.—Form Menandros, Ov. Am. 1, 15, 18: also Menandrus, Vell. 1, 16, 3.—
II A slave of Cicero, Cic. Fam. 16, 13.—
III A freedman of T. Ampius Balbus, Cic. Fam. 13, 70.—Hence,
   A Mĕnandrēus, a, um, adj., of or belonging to the poet Menander, Menandrian, Prop. 2, 5 (6), 3.—
   B Mĕnandrĭcus, a, um, adj., the same: fluxus, Tert. Pall. 4.

Latin > French (Gaffiot 2016)

Mĕnandĕr,¹³ -drŏs, -drus, ī, m. (Μένανδρος), Ménandre
1 [poète comique] : Ter. Andr. 9 ; Cic. Fin. 1, 4 || Ov. Am. 1, 15, 18 || Prop. 3, 21, 28 ; Vell. 1, 16, 3
2 nom d’esclave : Cic. Fam. 16, 13 ; d’affranchi : Cic. Fam. 13, 70.

Latin > German (Georges)

Menander, drī, m. (Μένανδρος), I) der berühmteste Dichter der neuen griech. Komödie, Schüler des Theophrastus, um 340 v. Chr., Vorbild des Terenz, Ter. Andr. prol. 9. Cic. de fin. 1, 4. Auson. edyll. 13 extr. p. 146, 21 Schenkl: nobilis comoediis, Phaedr. 5, 1, 9: Menander comicus, Amm. 21, 4, 4: Thais Menandri, Varro sat. Men. 301. – Nbf. Menandros, Ov. am. 1, 15, 18: Nbf. Menandrus, Vell. 1, 16, 3: Vok., docte Menandre, Prop. 3, 21, 28. – Dav. A) Menandrēus, a, um (Μενάνδρειος), menandrëisch, des Menander, Thais, Prop. 2, 6, 3. – B) Menandricus, a, um, menandrisch, fluxus, Tert. de pall. 4 (u. dazu Oehler Bd. 1. s. 940). – II) als Sklavenname: a) ein Sklave Ciceros, Cic. ep. 16, 13. – b) ein Freigelassener des T. Ampius Balbus, Cic. ep. 13, 70.

Wikipedia RU

Мена́ндр (др.-греч. Μένανδρος; 342 до н. э.—291 до н. э.) — древнегреческий комедиограф, крупнейший мастер новоаттической комедии.

Wikipedia EN

Menander (/məˈnændər/; Greek: Μένανδρος Menandros; c. 342/41 – c. 290 BC) was a Greek dramatist and the best-known representative of Athenian New Comedy. He wrote 108 comedies and took the prize at the Lenaia festival eight times. His record at the City Dionysia is unknown but may well have been similarly spectacular.

One of the most popular writers of antiquity, his work was lost during the Middle Ages and is known in modernity in highly fragmentary form, much of which was discovered in the 20th century. Only one play, Dyskolos, has survived almost entirely.

Wikipedia FR

Ménandre (en grec ancien Μένανδρος / Ménandros) est un auteur comique grec, disciple du philosophe Théophraste. Considéré comme le plus grand représentant de la Nouvelle Comédie, il s'illustre dans le dernier quart du ive siècle av. J.-C..

Wikipedia DE

Menander (griechisch Μένανδρος Ménandros, latinisiert und deutsch Menander; * 342/341 v. Chr. in Kephisia; † 291/290 v. Chr.) war ein griechischer Komödiendichter.

Wikipedia EL

O Μένανδρος (Αθήνα, 342-292 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας συγγραφέας, εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας. Στην εποχή του θεωρείται ότι έχει πια παρέλθει ο "χρυσός αιώνας" του αρχαιοελληνικού δράματος και ότι οι ηθοποιοί είχαν ήδη αποκτήσει πιο σημαντικό ρόλο από ό,τι οι δραματουργοί. Σημαντικότερος αντίπαλός του ήταν ο Φιλήμων, προς τον οποίο έκλινε η προτίμηση των Αθηναίων.

Του αποδίδονται πάνω από εκατό έργα, ενώ αναφέρεται ότι έλαβε το πρώτο βραβείο οκτώ φορές, δυστυχώς από το έργο του έχουν απομείνει μόνο πέντε ελλιπείς κωμωδίες. Το πρώτο θεατρικό έργο του Μενάνδρου είχε τον τίτλο «Οργή» και ανέβηκε το 321 π.Χ. Το μοναδικό ολοκληρωμένο έργο του που σώζεται είναι ο «Δύσκολος», που θεωρείται ότι το έγραψε στο ξεκίνημα της καριέρας του. Θέμα των κωμωδιών του είναι η κοινωνία της Αθήνας σε μια εποχή αναστατώσεων μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν τον ενδιαφέρουν οι πολιτικές εξελίξεις. Εστιάζει στα πρόσωπα με τις επιθυμίες, τα πάθη, τα ελαττώματα και τις αρετές τους. Οι ιστορίες του έχουν σημείο αναφοράς τον έρωτα των νέων και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μέχρι να πετύχουν την πολυπόθητη ένωσή τους.

Translations

ar: ميناندر; arz: ميناندر; ast: Menandru d'Atenes; az: Menandr; be_x_old: Мэнандр; be: Менандр; bg: Менандър; br: Menandros; bs: Menandar; ca: Menandre; cs: Menandros; cv: Менантăр; da: Menander; de: Menander; el: Μένανδρος; en: Menander; eo: Menandro; es: Menandro; et: Menandros; eu: Menandro; fa: مناندر; fiu_vro: Menandros; fi: Menandros; fr: Ménandre; gl: Menandro; he: מנאנדרוס; hr: Menandar; hu: Menandrosz; hy: Մենանդրոս; ia: Menandro; id: Menandros; io: Menandros; is: Menandros; it: Menandro; ja: メナンドロス; kk: Комедиограф Менандр; ko: 메난드로스; la: Menander; lfn: Menandro; lt: Menandras; lv: Menandrs; mg: Ménandre; mk: Менандер; ml: മെനേൻഡെർ; nl: Menander; no: Menandros; oc: Menandre; pl: Menander; pt: Menandro; ro: Menandru; ru: Менандр; sh: Menandar; simple: Menander; sk: Menandros; sl: Menander; sq: Menandros; sr: Менандар; sv: Menander; tr: Menandros; tt: Менандр; uk: Менандр; uz: Menandr; vi: Menander; war: Menander; wuu: 米南德; zh_yue: 米南德; zh: 米南德