fleece
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
Ar. and P. κώδιον, τό, Ar. and V. πόκος, ὁ.
wool: Ar. and P. ἔριον, τό (or pl.). V. μαλλός, ὁ, λῆνος, τό.
skin: P. and V. δέρμα, τό, δορά, ἡ (Plato), V. δέρος, τό, δέρας, τό.
Met., be fleeced, cheated: Ar. πεκτεῖσθαι, πτερορρυεῖν, τίλλεσθαι.