τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, σύμμετρος, εὐσχήμων, Ar. and P. πρεπώδης, V. ἐπεικώς, προσεικώς, συμπρεπής.
seasonable: P. and V. καίριος, ἐπίκαιρος; see seasonable.