unsociable
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀκοινώνητος, ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος, P. and V. ἄμικτος.
unapproachable: P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος.