Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορυχή

From LSJ
Revision as of 19:19, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορῠχή Medium diacritics: διορυχή Low diacritics: διορυχή Capitals: ΔΙΟΡΥΧΗ
Transliteration A: diorychḗ Transliteration B: diorychē Transliteration C: diorychi Beta Code: dioruxh/

English (LSJ)

ἡ,    A = διωρυχή, Χερσονήσου D.7.40; φρεάτων Ph.1.626; τοίχων Lib.Decl.8.19: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.

Greek (Liddell-Scott)

διορῠχή: ἡ, (οὐχὶ διωρυχή), τὸ διορύσσειν, Δημ. 86. 17, Διόδ. Σικ. Κʹ, δʹ (τόμ. Βʹ, σ. 426 Διδ.), Ψευδηρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 205· διῶρυξ διὰ τοῦ Ω μεγάλου, διορυχὴ δὲ μικρόν. Ἴδε Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Βʹ, σ. 316.

Greek Monolingual

η
βλ. διορυγή.

Russian (Dvoretsky)

διορῠχή: ἡ Diod. = διῶρυξ.