ζώσιμος
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ον, (ζῶ)
A viable, Alex.Aphr.Pr.2.47; likely to survive, Aët. 13.22, Horap.1.38. II pertaining to this life, τὰ ζ. prob. in Phld. Herc.1251.9.
German (Pape)
[Seite 1145] ον, lebenskräftig, der leben kann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζώσιμος: -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ μέρος τῆς ζωῆς τινος, τὸ διάστημα ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.
Greek Monolingual
ζώσιμος, -ον (AM) ζω
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ζώσιμον
το διάστημα του βίου που έχει κάποιος να ζήσει
αρχ.
1. αυτός που έχει δυνάμεις να ζήσει ακόμη
2. αυτός που είναι πιθανό να επιζήσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζώσιμα
όσα ανήκουν σ' αυτή τη ζωή.