θνῆσις
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
εως, ἡ, A mortality, in a plague, Ruf.Fr.69; πολλὴ θ. γέγονε Stud.Pal.22.338 (i A.D.); νηπίων Cat.Cod.Astr.7.126.
German (Pape)
[Seite 1212] ἡ, das Sterben, erst sehr Sp.
Greek Monolingual
θνῆσις, ἡ (ΑΜ, Μ και θνήση) θνῄσκω
θάνατος, θανατικό προερχόμενο κυρίως από λοιμό
μσν.
σφαγή, καταστροφή, αφανισμός.