λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Full diacritics: θύσθεν | Medium diacritics: θύσθεν | Low diacritics: θύσθεν | Capitals: ΘΥΣΘΕΝ |
Transliteration A: thýsthen | Transliteration B: thysthen | Transliteration C: thysthen | Beta Code: qu/sqen |
A outside, τᾶς κελεύθω IG5(2).3.23 (Tegea, iv B.C.).
θύσθεν (Α)
(επίρρ. αντί θύρθεν, θύραθεν) έξω από, έξωθεν, εκτός («θύσθεν τὰς κελεύθω» — έξω από την οδό, επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύραθεν.