κατάκλεισις

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλεισις Medium diacritics: κατάκλεισις Low diacritics: κατάκλεισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΕΙΣΙΣ
Transliteration A: katákleisis Transliteration B: katakleisis Transliteration C: katakleisis Beta Code: kata/kleisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shutting up, closing, Gal.19.445.    II completion, Nicom. ap. Theol.Ar.43.    III beam resting on the pillars of the Χελώνη, Ath. Mech.18.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Zuschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλεισις: -εως, ἡ, τὸ κατακλείειν, ἡ ἐντελὴς κλεῖσις, Γαλην.

Greek Monolingual

κατάκλεισις, ἡ (AM) κατακλείω
μσν.
ο περιορισμός σε έναν χώρο, η φυλάκιση
αρχ.
1. το κλείσιμο
2. η αποπεράτωση, το τελείωμα
3. δοκάρι που στηριζόταν στους κίονες πολιορκητικής «χελώνης».