κιρσοκήλη

From LSJ
Revision as of 09:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσοκήλη Medium diacritics: κιρσοκήλη Low diacritics: κιρσοκήλη Capitals: ΚΙΡΣΟΚΗΛΗ
Transliteration A: kirsokḗlē Transliteration B: kirsokēlē Transliteration C: kirsokili Beta Code: kirsokh/lh

English (LSJ)

ἡ,    A varicocele, Cels.7.18, Gal.7.730.

German (Pape)

[Seite 1442] ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς (πρήξιμον) τῶν σπερματικῶν ἀγγείων, Παῦλ. Αἰγιν. Ὁρισμ. 6. 64, Κέλσ. Ἰατρ. 7. 18.

Greek Monolingual

η (AM κιρσοκήλη)
κιρσώδης διεύρυνση της έσω σπερματικής φλέβας και του φλεβώδους πλέγματος του σπερματικού τόνου στον άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + κήλη.