ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Full diacritics: κοπροσύνη | Medium diacritics: κοπροσύνη | Low diacritics: κοπροσύνη | Capitals: ΚΟΠΡΟΣΥΝΗ |
Transliteration A: koprosýnē | Transliteration B: koprosynē | Transliteration C: koprosyni | Beta Code: koprosu/nh |
ἡ, A manuring, PSI4.296.18 (vi A. D.).
κοπροσύνη, ἡ (Α) κόπρος (Ι)]
πάπ. η λίπανση της γης με κοπριά, το κόπρισμα.