μυσαχνός

From LSJ
Revision as of 19:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠσαχνός Medium diacritics: μυσαχνός Low diacritics: μυσαχνός Capitals: ΜΥΣΑΧΝΟΣ
Transliteration A: mysachnós Transliteration B: mysachnos Transliteration C: mysachnos Beta Code: musaxno/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A polluted, defiled, Hsch.: in fem., prostitute, Archil.184.

Greek Monolingual

μυσαχνός, -ή, -όν (Α)
1. μυσαρός, βδελυρός, διεφθαρμένος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυσαχνή
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. παθ. αόρ. -μυσάχ-θην) + κατάλ. -νός (πρβλ. φρικ-νός)].