οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Full diacritics: μυρμηκοτρώγλη | Medium diacritics: μυρμηκοτρώγλη | Low diacritics: μυρμηκοτρώγλη | Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΤΡΩΓΛΗ |
Transliteration A: myrmēkotrṓglē | Transliteration B: myrmēkotrōglē | Transliteration C: myrmikotrogli | Beta Code: murmhkotrw/glh |
A formicaria, Gloss.
μυρμηκοτρώγλη, ἡ (Α)
φωλιά μυρμηγκιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + τρώγλη.