Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: παρακοιμητής | Medium diacritics: παρακοιμητής | Low diacritics: παρακοιμητής | Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΗΤΗΣ |
Transliteration A: parakoimētḗs | Transliteration B: parakoimētēs | Transliteration C: parakoimitis | Beta Code: parakoimhth/s |
οῦ, ὁ, A guard, ib.
[Seite 484] ὁ, der Daneben- oder Dabeischlafende, Beischläfer; auch παρακοιμιστής, Paul. Aeg.
ὁ, Α παρακοιμώμαι
άτομο που κοιμάται δίπλα σε κάποιον προκειμένου να τον φυλάει από τυχόν κινδύνους.