περιφρονητικός

From LSJ
Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφρονητικός Medium diacritics: περιφρονητικός Low diacritics: περιφρονητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphronētikós Transliteration B: periphronētikos Transliteration C: perifronitikos Beta Code: perifronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A contemptuous, c. gen., Eun.Hist.p.233 D.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιφρονητής
αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση.
επίρρ...
περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν
με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση.