πλειότης
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
ητος, ἡ, A plurality, Theol.Ar.12 (v.l.). πλειοψηφία, v. πλειονοψηφία.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, = πλειονότης, Theol. ar.
Greek (Liddell-Scott)
πλειότης: -ητος, ἡ, πληθύς, Θεολόγ. Ἀριθμ. σ. 12.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α
βλ. πλειονότητα.