σεληνόγονος

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνόγονος Medium diacritics: σεληνόγονος Low diacritics: σεληνόγονος Capitals: ΣΕΛΗΝΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: selēnógonos Transliteration B: selēnogonos Transliteration C: selinogonos Beta Code: selhno/gonos

English (LSJ)

ἡ, or σεληνό-γονον, τό,    A peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνίαγλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.

Greek Monolingual

ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].