στρίφνος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ὁ,
A tough or gristly meat, σ. ἀμάσητος ἀκατάποτος LXXJb. 20.18.
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, hartes, sehniges Fleisch, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
στρίφνος: ὁ, σὰρξ τραχεῖα, ἰνώδης καὶ τενοντώδης, Ἑβδ. (Ἰὼβ Κ´, 18). - Κατὰ Σουΐδ. «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν. ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».
Greek Monolingual
ὁ, Α στριφνός
1. τραχιά και ινώδης σάρκα με σκληρούς τένοντες
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ νευρῶδες κρέας τῶν βοῶν
ἔστι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτος».