συνύφασμα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A contextus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1038] τό, das Zusammengewebte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφασμα: τό, τὸ συνυφασμένον, ὕφασμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνυφαίνω
ύφασμα.