σωματοφυής

From LSJ
Revision as of 08:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφῠής Medium diacritics: σωματοφυής Low diacritics: σωματοφυής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sōmatophyḗs Transliteration B: sōmatophyēs Transliteration C: somatofyis Beta Code: swmatofuh/s

English (LSJ)

ές,    A corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο-φνής, τριχο-φυής].