τέκνωμα

From LSJ
Revision as of 13:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέκνωμα Medium diacritics: τέκνωμα Low diacritics: τέκνωμα Capitals: ΤΕΚΝΩΜΑ
Transliteration A: téknōma Transliteration B: teknōma Transliteration C: teknoma Beta Code: te/knwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A child: metaph., τ. τοῦ πόνου κλέος fame the child of toil, A.Fr.315.

German (Pape)

[Seite 1083] τό, das Erzeugte, Geborene, das Kind, übertr., τέκνωμα τοῦ πόνου κλέος, Aesch. frg. 301.

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωμα: τό, τέκνον· μεταφορ., τέκν. τοῦ πόνου κλέος, τέκνον τοῦ πόνου εἶναιφήμη, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 306a.

Greek Monolingual

το, Α τεκνῶ
μτφ. γέννημα, δημιούργηματέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

τέκνωμα: ατος τό порождение, плод (τοῦ πόνου Aesch.).