φωνητός

From LSJ
Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνητός Medium diacritics: φωνητός Low diacritics: φωνητός Capitals: ΦΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: phōnētós Transliteration B: phōnētos Transliteration C: fonitos Beta Code: fwnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.).    II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.

Greek (Liddell-Scott)

φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut dire.
Étymologie: φωνέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φωνητός: [adj. verb. к φωνέω выразимый словами: τὰ οὐ φωνητά Anth. невыразимое.

Middle Liddell

φωνητός, ή, όν φωνέω
to be spoken, Anth.