χαμαίστρωτος

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίστρωτος Medium diacritics: χαμαίστρωτος Low diacritics: χαμαίστρωτος Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: chamaístrōtos Transliteration B: chamaistrōtos Transliteration C: chamaistrotos Beta Code: xamai/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].