ἀναπήδησις
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
εως, ἡ,
A leaping up, ἐκ τῆς κλίνης Hp.Morb.Sacr.1. 2 ἀ. τῆς καρδίας palpitation of the heart, opp. σφύξις, Arist.Resp.480a13.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, das Aufspringen, τῆς καρδίας, Herzpochen, Arist. de respir. 20, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπήδησις: -εως, ἡ, τὸ ἀναπηδᾶν, ἐκ κλίνης Ἱππ. 303. 15. 2) ἀναπήδ. τῆς καρδίας, αἰφνίδιον σκίρτημα τῆς καρδίας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σφύξις, Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 20. 7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 salto ἐκ τῆς κλίνης Hp.Morb.Sacr.1.38., cf. Alisto Phil.14.7.
2 palpitación τῆς καρδίας Arist.Iuu.480a13.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπήδησις: εως ἡ скачкообразное движение, учащенное биение (τῆς καρδίας Arst.).