ἀπρόσδεκτος

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσδεκτος Medium diacritics: ἀπρόσδεκτος Low diacritics: απρόσδεκτος Capitals: ΑΠΡΟΣΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósdektos Transliteration B: aprosdektos Transliteration C: aprosdektos Beta Code: a)pro/sdektos

English (LSJ)

ον,

   A inadmissible, BGU 1113.21 (i B. C.), S.E.P.2.229.    II Act., not giving heed to, συμβουλίας Phld.Vit.p.34J., dub. in Id.D.3.Fr.42; unacceptable, Plb.36.12.4; θυσία IG3.73.14, 74.8; εὐχὴ ἀ. ὑπὸ θεοῦ Porph.Marc.24.

German (Pape)

[Seite 339] nicht aufnehmend, unwirthbar, Aesch. Suppl. 775, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσδεκτος: -ον, ἀνένδεκτος, ἀπαράδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 229· ὁ μὴ εὐπρόσδεκτος, ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ, καθὰ καὶ ἐκ μισθοῦ πόρνης Εὐστ. Πονημάτ. 70. 95.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. no recibido o admitido c. dat. de lugar διαγγελθήτω πάσῃ τῇ κώμῃ ἀπρόσδεκτον αὐτὸν εἶναι πρὸς πᾶσαν κοινωνίαν Basil.Ep.288.11, cf. Ammon.Ac.M.85.1537D
c. dat. agente ταῖς ἀδελφότησιν Basil.M.31.1009A.
2 de abstr. inadmisible, inaceptable φύσει μὲν ἀπρόσδεκτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος λόγος tal razonamiento es inadmisible por naturaleza Plb.36.12.4, ἔνκλησιν ἄκυρον καὶ ἀπρόσδεκτον καθ[ό] λ[ο] υ εἶναι BGU 1113.21 (I a.C.), cf. POxy.268.18 (I d.C.), BGU 2051.19 (II d.C.)
ἐπιφορὰ ἀ. inferencia inaceptable S.E.P.2.229, λόγος ... ἐπί τι ἀπρόσδεκτον ἡμᾶς ἄγει el argumento nos conduce hacia algo inadmisible S.E.P.2.231
c. dat. ἐλεημοσύνη γὰρ ἡ ἐκ τούτων ἀπρόσδεκτος τῷ θεῷ Eust.Op.70.95
c. rég. prep. ἀ. ἡ θυσία παρὰ τοῦ θεοῦ el sacrificio (es) inadmisible por Dios, IG 22.1365.14 (I d.C.), 1366.8 (I d.C.), εὐχὴ ἀ. ... ὑπὸ τοῦ θεοῦ Porph.Marc.24.
3 que no presta atención a c. gen. συμβουλίας Aristo Phil.14.4.

Greek Monolingual

ἀπρόσδεκτος, -ον προσδέχομαι
1. ο ανεπιθύμητος
2. ο απαράδεκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσδεκτος:
1) неприступный (Aesch. - v. l. к ἀπρόσδεικτος);
2) неприемлемый (ἐπιφορά Sext.).