ἐναγείρω
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
A gather together in or with, Nic.Th.945 (tm.):—Med., A.R.3.347: Ep.aor. part. Pass. ἐναγρόμενος Opp.H.2.351.
German (Pape)
[Seite 824] (s. ἀγείρω), darin versammeln, med., Ap. Rh. 3, 347; λαῶν ἐναγρομένων ἀγορῇσι Cpp. H. 2, 351.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰγείρω: συναθροίζω, συνάγω, Νικ. Θηρ. 945. - Μέσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 347: - Ἐπικ. μετοχ. ἀορ. παθ. ἐναγρόμενος, ἐναγρομένων ἀγορῇσι Ὀππ. Ἁλ. 2. 351.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰγείρω)
• Morfología: [aor. subj. 1a plu. ἐν ... ἀγείρομεν Il.1.142 (tm.), pas. part. ἐναγρόμενος Opp.H.2.351]
reunir, juntar ἐν δ' ἐρέτας ... ἀγείρομεν Il.l.c., ἐν κυκλάμινον ἀγείρας Nic.Th.945 (tm.), en v. pas. λαῶν ... ἐναγρομένων ἀγορῇσι las gentes ... habiendo sido reunidas en la plaza Opp.l.c.
•en v. med. mismo sent. τῇ (νηΐ) δ' ἐναγειράμενος ... εἴ τι φέριστον ἡρώων y reuniendo en ella (la nave) ... a lo más poderoso de los héroes A.R.3.347.
Greek Monolingual
ἐναγείρω (Α)
συνάγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω μέσα σε κάτι.