ἐνορκίζομαι
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
Med., A make one swear, ἐ. τινὶ ποιεῖν τι IG12(5).697.4 (Syros); ἐ. τινὶ ὅρκον ib.9(1).643 (Cephallenia), cf. J.AJ8.15.4 (v.l. ἐνωρκήσατο):—later in Act., ἐνορκίζω ὑμᾶς τὸν κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολήν 1 Ep.Thess.5.27; ἐ. ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν δαιμόνων Tab. Defix.Aud. 26.15 (Cyprus, iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνορκίζομαι: μέσ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, ἐν. τινὶ ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347 q˙ ἐν τινὶ ὅρκον αὐτόθι 1933˙ διωρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ Χειρογρ. (ἀντὶ ἐνωρκήσαντο) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4. Τὸ ἐνεργ. ἐνορκίζω ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9288˙ πρβλ. Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσσ. ε΄, 27˙ - ἐνορκέω αὐτόθι 1988 β.