ἐνορκίζομαι

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνορκίζομαι Medium diacritics: ἐνορκίζομαι Low diacritics: ενορκίζομαι Capitals: ΕΝΟΡΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enorkízomai Transliteration B: enorkizomai Transliteration C: enorkizomai Beta Code: e)norki/zomai

English (LSJ)

Med., make one swear, ἐ. τινὶ ποιεῖν τι IG12(5).697.4 (Syros); ἐ. τινὶ ὅρκον ib.9(1).643 (Cephallenia), cf. J.AJ8.15.4 (v.l. ἐνωρκήσατο):—later in Act., ἐνορκίζω ὑμᾶς τὸν κύριον ἀναγνωσθῆναι τὴν ἐπιστολήν 1 Ep.Thess.5.27; ἐ. ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν δαιμόνων Tab. Defix.Aud. 26.15 (Cyprus, iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνορκίζομαι: μέσ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, ἐν. τινὶ ποιεῖν τι Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 2347 q˙ ἐν τινὶ ὅρκον αὐτόθι 1933˙ διωρθώθη ὑπὸ Δινδ. ἐκ Χειρογρ. (ἀντὶ ἐνωρκήσαντο) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4. Τὸ ἐνεργ. ἐνορκίζω ἐν μεταγεν. τινὶ Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9288˙ πρβλ. Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Θεσσ. ε΄, 27˙ - ἐνορκέω αὐτόθι 1988 β.