γύριος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, (γυρός) A circular, round, λίμνη Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 512] kreisförmig, rund, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γύριος: -α, -ον, (γυρὸς) κυκλοτερής, στρογγύλος, παρὰ Σουΐδ., Ζωναρ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
circular λίμνη Anon. en Sud. < γύριος γῦρις > γύριος, -ου, ὁ
harina fina, Ἐφέσου γ. PSI 428.44 (III d.C.), pero tal vez. gen. de γῦρις, cf. Battaglia, ARTOS, p.61 nota 1.