μεταποίησις
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
εως, ἡ, A claiming, ἀρετῆς J.AJ3.2.4; τῶν διπλῶν IG14.1054; acquisition, Ph.2.419. II changing, alteration, Apollon. ap. Gal.12.653, Antyll. ap. Orib.7.7.7: also in Rhet., Hermog.Inv.4.3.
German (Pape)
[Seite 152] ἡ, Umarbeitung, Veränderung, bes. Erneuerung und Ausbesserung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταποίησις: ἡ, μεταβολή, τροποποίησις, μετασχηματισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906, Ἐκκλ., κτλ.