ὑπαπροσθίδιος
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ον, A former, earlier, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α προσθίδιος
1. προηγούμενος, προγενέστερος
2. πρώτος, αρχικός.